-
1 φιάλλω
A undertake, take in hand, set about a thing, found twice in codd. of Ar.,οὐδὲ φιαλεῖς V. 1348
; : acc. to Eust.1403.16 it is shortd. for ἐφιάλλω; hence Bentley restored οὐδ' ἐφιαλεῖς and ἔργῳ 'φιαλοῦμεν. -
2 φιάλλω
φιάλλω, eine Sache anfassen, anfangen, Hand anlegen; nur οὐδὲ φιαλεῖς Ar. Vesp. 1348 u. ὅπως ἔργῳ φιαλοῠμεν Pax 424; nach Eust. abgekürzte Form für ἐφιάλλω, also eigtl. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν zu schreiben; Schol. Ar. erkl. ἐπιβαλεῖς, ἐπιβαλοῠμεν· φιαλεῖν γὰρ (also als praes. genommen) τὸ ἄρ χεσϑαι τοῠ πράγματος; unpassende Glosse τὸ τῇ φιάλῃ πιεῖν.
-
3 φιαλλω
(только fut. φιᾰλῶ) приступать, приниматьсяοὐκ ἀποδώσεις οὐδὲ φιαλεῖς Arph. — ты не уплатишь долга, да и не попытаешься;
ὕπεχε τέν φιάλην, ὅπως ἔργῳ φιαλοῦμεν Arph. — протяни чашу (для возлияний), и приступим к делу
См. также в других словарях:
φιάλλω — και ἐφιάλλω Α 1. αναλαμβάνω, επιχειρώ κάτι («ὅπως ἕργῳ φιαλοῡμεν», Αριστοφ.) 2. (Σχόλ. Αριστοφ.) «φιαλεῑν μὲν κυρίως τὸ τῇ φιάλῃ πίνειν, νῡν δ ἴσως καὶ κακεμφάτως». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μέλλ. φιαλεῖς, φιαλοῦμεν, που απαντούν στον Αριστοφ., έχουν… … Dictionary of Greek